πήνη

πηνήκη

πηνηκίζω
πηνήκη ou πηνίκη, ης () perruque, Ar. (Com. fr. 1, 1176) ; Luc. D. mer. 5, 3 ; 11, 4 ; 12, 5 (πηνήκη).
Étym. πήνη ; pour la format. cf. φενάκη.