Σαϐῖνος

σαϐοῖ

Σάϐοι
σαϐοῖ [] interj. cri des Bacchantes : εὐοῖ σαϐοῖ, Dém. 313, 27 ; Str. 471, évoé Bacchus !.
Étym. cf. εὐοῖ.