σπιθαμή

σπιθαμιαῖος

σπιθαμώδης
σπιθαμιαῖος, α, ον [ῐᾰ] long d’un empan, Hpc. Art. 834 ; Arstt. H.A. 9, 45, 4.
Étym. σπιθαμή.