Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
σπιθαμιαῖος
σπιθαμώδης
Σπιθριδάτης
σπιθαμώδης,
ης, ες
[
ῐᾰ
]
c. le préc.
Diosc.
4, 59
.
Étym.
σπιθαμή, -ωδης
.