συμπαραστατέω-ῶ

συμπαραστάτης

συμπαρασύρω
συμπαραστάτης, ου () [στᾰ] défenseur, protecteur, Soph. Ph. 675 ; Ar. Pl. 326 ; Jos. A.J. 7, 7, 1.
Étym. συμπαρίστημι.