συμπαράταξις

συμπαρατάσσομαι

συμπαρατείνω
συμ·παρατάσσομαι, att. -τάττομαι, se ranger en bataille, d’où livrer une bataille rangée, Xén. Hell. 3, 5, 22 ; Isocr. 271a ; Dém. 304, 10.
Étym. σ. παρατάσσω.