συμπαρασύρω

συμπαράταξις

συμπαρατάσσομαι
συμπαράταξις, εως () action de ranger en bataille, d’où bataille rangée, p. suite, fig. lutte acharnée entre la constitution d’un malade et la maladie, Hpc.
Étym. συμπαρατάσσομαι.