Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
τρισευδαίμων
τρίσεφθος
τρισέωλος
τρίσ·εφθος,
ος, ον
[
ῐ
] trois fois cuit,
A. Tr.
7, p. 322 ;
8, p. 409
.
Étym.
τρ. ἑφθός
.