τρυφερός

τρυφερόσαρκος

τρυφερότης
τρυφερό·σαρκος, ος, ον [] dont la chair est tendre, au corps délicat, Xénocr. Al. 30 ; Antyll. (Orib. p. 301 Matthäi).
Étym. τρυφερός, σάρξ.