τρυφερόσαρκος

τρυφερότης

τρυφερόχρως
τρυφερότης, ητος () [] délicatesse, mollesse, sensualité, Arstt. Eud. 2, 3, 4 ; Ath. 544f ; Spt. Deut. 28, 56.
Étym. τρυφερός.