ἀδραίνω

Ἀδραμύτειον

Ἀδραμύτης
Ἀδραμύτειον, ου (τὸ) Eup. (Suid.) ; Ἀδραμύτιον, DS. 12, 73 ; Ἀδραμύττιον, Str. 614, etc. formes réc. p. Ἀτραμύττειον, Ἀτραμύττιον.