ἀγαπητῶς

Ἀγαπωμενός

Ἄγαρ
Ἀγαπωμενός, οῦ () [ᾰᾰ] Agapôménos, litt. « aimé », h. Anth. App. 315.
Étym. ἀγαπάω.