Ἀγασίας

Ἀγασικλέης-ῆς

ἄγασμα
Ἀγασι·κλέης-ῆς, έεος-έους () Agasiklès, litt. « qui aime la gloire » h. Hdt. 1, 144, etc.
Étym. ἄγαμαι, κλέος ; cf. Ἡησικλῆς.