Ἀγαθαρχίδας

Ἀγαθαρχίς

Ἀγάθαρχος
Ἀγαθ·αρχίς, ίδος () [ᾰᾰ] Agatharkhis, f. Anth. 6, 352.
Étym. cf. le suiv.