ἀγλαόκρανος

Ἀγλαοκρέων

ἀγλαόκωμος
Ἀγλαο·κρέων, οντος () Aglaokréon, h. Eschn. 2, 20 et 126 Baiter-Sauppe.
Étym. ἀ. κρέων.