Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ἀγησανδρίδας
Ἀγήσανδρος
Ἀγησιάναξ
Ἀγήσ·ανδρος,
ου
(
ὁ
) Agèsandros,
h.
Thc.
1, 139 ;
8, 91
.
Étym.
ἡγέομαι, ἀνήρ
.