Ἀγησίλαος

Ἀγησίμαχος

Ἀγησίπολις
Ἀγησί·μαχος, ου () [ᾱῐᾰ] Agèsimakhos, h. Pd. N. 6, 25.
Étym. ἡγέομαι, μάχη.