αἴδομαι

Ἀϊδονεύς

Ἄϊδος
Ἀϊδονεύς, gén. épq. ῆος () [ᾱῐ] c. Ἀϊδωνεύς, Nonn. D. 30, 172 ; Q. Sm. 3, 15, etc.