αἰγιαλεύς

Αἰγιαλεύς

Αἰγιαλία
Αἰγιαλεύς, έως () []
1 subst. Ægialée, h. Eur. Suppl. 1216, etc. ||
2 adj. οἱ Αἰγιαλέες, les Ægialées, tribu de Sicyone, Hdt. 5, 68 ; οἱ Αἰγιαλῆες, Thcr. Idyl. 25, 174, les Argiens ||
E Voc. -εῦ, Eur. Suppl. 1216.