αἰγικόν

Αἰγικορεῖς

Αἰγικορεύς
Αἰγικορεῖς, έων (οἱ) les Chevriers, l’une des quatre tribus attiques primitives ainsi nommée, selon Hérodote, d’Αἰγικορεύς, Plut. Sol. 23 ; att. οἱ Αἰγικορῆς, Eur. Ion 1581 ; ion. οἱ Αἰγικορέες, Hdt. 5, 66.
Étym. αἴξ, κορέννυμι.