Αἰγυπτιώδης

Αἰγυπτογενής

Αἴγυπτόνδε
Αἰγυπτο·γενής, ής, ές, né en Égypte, Eschl. Pers. 35 ; ou d’Ægyptos, Eschl. Suppl. 32.
Étym. Αἴγυπτος, γίγνομαι.