αἰνοπαθής

Αἰνόπαρις

αἰνοπάτηρ
Αἰνό·παρις, ιδος () [] le funeste Paris, Alcm. 40 ; Eur. Hec. 945.
Étym. αἰν. Πάρις, cf. Δύσπαρις.