αἰσιμία

Αἰσιμίδης

αἴσιμος
Αἰσιμίδης, ου () Æsimidès, Corcyréen, Thc. 1, 47 ||
E Voc. -ίδη, Archil. 8 ; dor. ίδα, Alc. 93.
Étym. Αἴσιμος.