Αἰθιόπεια

Αἰθιοπεύς

Αἰθιοπία
Αἰθιοπεύς, έως, épq. ῆος () Éthiopien, Il. 1, 423 ; Thcr. Idyl. 17, 87, etc.
Étym. Αἰθίοψ.