αἰτρία

Αἰτωλάρχης

Αἰτώλη
Αἰτωλ·άρχης, ου () 1er magistrat étolien, Phlég. tr. Mir. fr. 31, p. 614, l. 1.
Étym. Αἰτωλός, ἄρχω.