ἄκουκα

Ἀκουμενός

ἀκούρευτος
Ἀκουμενός, οῦ () Akouménos :
1 médecin, Xén. Mem. 3, 13, 2 ; Plat. Phædr. 227a ||
2 autre, And. 1, 18 Baiter-Sauppe.
Étym. ἀκέομαι.