Ἀκραγαλλίδαι

Ἀκραγαντῖνος

Ἀκράγας
Ἀκραγαντῖνος, η, ον [ᾰγ] d’Agrigente, Hdt. 7, 165, 170 ; Pd. I. 2, 25 ; Thc. 7, 32, etc. ; ἡ Ἀκραγαντίνη, Plut. Dio. 49, le territoire d’Agrigente.
Étym. Ἀκράγας.