Ἀκτιακός

Ἀκτιάς

ἀκτίνεσσι
Ἀκτιάς, άδος :
1 adj. f. d’Actium, Anth. 9, 553 ||
2 subst. ἡ Ἀ. célébration des jeux d’Actium (v. Ἄκτια) Jos. B.J. 1, 20, 4.
Étym. Ἄκτιον.