ἀλεγεινῶς

Ἀλεγηνορίδης

ἀλεγίζω
Ἀλεγηνορίδης () [ᾰῐ] le fils d’Alégènôr (Ἀλεγήνωρ) c. à d. Promakhos, Il. 14, 503.