Ἀλκαΐδης

Ἀλκαιϊκός

ἀλκαῖος
Ἀλκαιϊκός et Ἀλκαϊκός, ή, όν, d’Alcée, alcaïque, Héph. 7, 10, etc.
Étym. Ἀλκαῖος.