Ἀλκιϐιάδης

Ἀλκιϐίη

ἀλκίϐιος
Ἀλκι·ϐίη, ης () [κῐ] Alkibiè, f. Q. Sm. 1, 25, etc.
Étym. cf. Ἀλκίϐιος.