ἄλκιμος

Ἄλκιμος

Ἀλκινάδας
Ἄλκιμος, ου () [] Alkimos :
1 n. d’h. Il. 19, 392 ; 24, 474, 574 ||
2 n. de chien, El. N.A. 11, 13 ||
3 pointe du Pirée, Plut. Them. 32.
Étym. ἀλκή.