Ἀλκίοπος

Ἀλκίππη

Ἄλκιππος
Ἀλκ·ίππη, ης () Alkippè, f. Od. 4, 124 ||
E Dor. Ἀλκίππα, Thcr. Idyl. 5, 132.
Étym. cf. le suiv.