Ἀλκμαιονίδης

Ἀλκμαίων

Ἀλκμαιωνίδαι
Ἀλκμαίων, ωνος () Alkmæôn, h. Od. 15, 248 ; Hdt. 6, 125 ; Thc. 2, 102, etc.
Étym. cf. Ἀλκμάων, -μάν et -μέων.