Ἀλκμανίδαι

Ἀλκμανικός

Ἀλκμάων
Ἀλκμανικός, ή, όν [μᾱῐ] à la façon d’Alcman, Ps.-Plut. Mus. 12, etc.
Étym. Ἀλκμάν.