Ἀμεινίας

Ἀμεινοκλῆς

Ἀμεινοκράτης
Ἀμεινο·κλῆς, έους () Ameinoklès, h. Hdt. 7, 190 ; Thc. 1, 13, etc.
Étym. ἀμείνων, κλέος.