ἀμφιδάκρυτος

Ἀμφιδάμας

ἀμφίδασυς
Ἀμφι·δάμας, αντος () [δᾰ] Amphidamas, h. Il. 10, 269 ; 23, 87 ; Hés. O. 652.
Étym. ἀ. δαμάζω.