Ἀμφικτιονίς

Ἀμφικτίων

Ἀμφικτύων
Ἀμφικτίων, postér. Ἀμφικτύων, ονος () d’ord. au plur. οἱ Ἀμφικτίονες, postér. Ἀμφικτύονες, v. Ἀμφικτίονες.