ἀμφιθάλπω

Ἀμφιθέα

ἀμφιθέατρον
Ἀμφι·θέα, ion. Ἀμφι·θέη, ης () [] Amphithéa ou Amphithéè, f. Od. 19, 416.
Étym. ἀ. θεά, cf. Ἀμφίθεος.