ἀμφιτρυχής

Ἀμφιτρύων

Ἀμφιτρυωνιάδης
Ἀμφι·τρύων, ωνος () [] Amphitryon, chef thébain, Il. 5, 392 ; Od. 11, 266, 270.
Étym. ἀμφί, τρύω.