ἀνακυμϐαλιάζω

Ἀνακυνδαράξης

ἀνακυπόω-ῶ
Ἀνακυνδαράξης, ου () Anakyndaraxès, h. Arstt. (Ath. 336f) ||
E Gén. -εω, Str. 672.