ἀναστασία

Ἀναστασία

ἀναστάσιμος
Ἀναστασία, ion. Ἀναστασίη, ης () [τᾰ] Anastasiè (Anastasie) f. Anth. 7, 600, etc.
Étym. fém. d’Ἀναστάσιος.