Ἀναξικράτης

Ἀναξίλαος

Ἀναξίμανδρος
Ἀναξί·λαος, ου () [λᾱ] Anaxilaos, h. Arstt. Pol. 5, 13 ||
E Dor. Ἀναξίλας, -α [λᾱ] DS. 11, 48, etc. ; ion. Ἀναξίλεως, -εω, Hdt. 6, 23, etc.
Étym. ἄναξ, λαός.