ἀγχίαλος

Ἀγχίαλος

ἀγχιϐαθής
Ἀγχί·αλος, ου () [ᾰλ] Ankhialos, h. Il. 5, 609 ; Od. 1, 180 ; 8, 112.
Étym. cf. le préc.