Ἀνδροκλείων

Ἀνδροκλῆς

Ἄνδροκλος
Ἀνδρο·κλῆς, έους () Androklès, h. Ar. Vesp. 1187, etc. ||
E Voc. Ἀνδρόκλεις, Is. 6, 53 Baiter-Sauppe.
Étym. ἀνήρ, κλέος.