ἀνδροκτόνος

Ἀνδροκύδης

ἀνδρόλαγνος
Ἀνδρο·κύδης, ου () Androkydès, peintre, Plut. Pel. 25, M. 665d.
Étym. ἀνήρ, κῦδος.