Ἀνθεμοεισὶς λίμνη

Ἀνθεμόκριτος

ἄνθεμον
Ἀνθεμό·κριτος, ου () Anthémokritos, h. Dém. 159, 19.
Étym. ἄνθεμον, κρίνω.