ἀντιχρησμοδοτέω-ῶ

Ἀντίχριστος

ἀντιχρονικῶς
Ἀντί·χριστος, ου () l’Antéchrist, NT. 1 Joh. 2, 18, etc.
Étym. ἀ. Χριστός.