Ἀντιδωρίδης

Ἀντίδωρος

ἀντιζεύγνυμι
Ἀντί·δωρος, ου () Antidôros, h. Hdt. 8, 11 ; Dém. 831 fin, etc.
Étym. ἀ. δῶρον.