ἀντικρατέω-ῶ

Ἀντικράτης

ἀντικρίνω
Ἀντι·κράτης, ους () Antikratès, h. Diosc. (Plut. Ages. 35) ; Anth. 11, 318.
Étym. ἀ. κράτος.